- τερασκοπία
- ἡ, Αβλ. τερατοσκοπία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τερατοσκοπία — Είδος μαντείας των αρχαίων Ελλήνων. Οι μάντεις που την ασκούσαν ονομάζονταν τερατοσκόποι, τερασκόποι, συμβολομάντεις ή συμβολοδείκτες. Πρόλεγαν το μέλλον ερμηνεύοντας τα τέρατα και τα σημεία, δηλαδή τα έκτακτα και ασυνήθιστα ουράνια και φυσικά… … Dictionary of Greek